- αντιπαρατίθεμαι
- αντιπαρατίθεμαι, αντιπαρατέθηκα βλ. πίν. 138
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντιδιατάσσομαι — ἀντιδιατάσσομαι (Α) αντιτάσσομαι, αντιπαρατίθεμαι … Dictionary of Greek
επίσταμαι — ἐπίσταμαι (AM) 1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.) 3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο … Dictionary of Greek
προσυφίσταμαι — Α 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. προσυπάρχω 3. (η μτχ. ουδ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προσυφεστῶτα αντικείμενα που επιδρούν στην ψυχή από έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφίσταμαι «υπάρχω, αντιπαρατίθεμαι»] … Dictionary of Greek